- ἐπαράσαι
- ἐπαράσαι· κουφίσαι, ἐπαράσασθαι, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επαράσαι — ἐπαράσαι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κουφίσαι, ἐπαράσασθαι» … Dictionary of Greek
ἐπαράσαι — ἐπαρά̱σᾱͅ , ἐπί ἀράζω snarl fut part act fem dat sg (doric) ἐπί ἀράζω snarl aor inf act ἐπαράσαῑ , ἐπί ἀράζω snarl aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάρασαι — ἐπά̱ρᾱσαι , ἐπαίρω lift up and set on aor part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐπάρᾱσαι , ἐπαράομαι imprecate curses upon pres ind mp 2nd sg (attic) ἐπάρᾱσαι , ἐπαράομαι imprecate curses upon aor imperat mp 2nd sg (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)